- σπουδαστικώς
- Αεπίρρ. βλ. σπουδαστικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπουδαστικῶς — σπουδαστικός zealous adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαστικός — ή, ό / σπουδαστικός, ή, όν, ΝΑ [σπουδαστός] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις σπουδές ή στους σπουδαστές 2. το ουδ. ως ουσ. «το σπουδαστικό» (στο παρελθόν) ειδική υπηρεσία τής ασφάλειας που είχε ως κύρια αποστολή της την παρακολούθηση … Dictionary of Greek